πεζοτράγουδο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεζοτράγουδο < πεζ(ό) + -ο- + τραγούδ(ι) + -ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεζοτράγουδο ουδέτερο
- (λογοτεχνικό) λογοτεχνικό είδος που συνδυάζει τα χαρακτηριστικά του πεζού κειμένου με αυτά του τραγουδιού
Μεταφράσεις
επεξεργασία πεζοτράγουδο