↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πατριδολατρία οι πατριδολατρίες
      γενική της πατριδολατρίας των πατριδολατριών
    αιτιατική την πατριδολατρία τις πατριδολατρίες
     κλητική πατριδολατρία πατριδολατρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πατριδολατρία < πατριδολάτρ(ης) + -ία.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε (πατρίς) πατριδ- + -ο- + -λατρία (λατρεία)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.tɾi.ðo.laˈtɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐τρι‐δο‐λα‐τρί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πατριδολατρία θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία