Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παταγώδης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παταγώδ
ης
η
παταγώδ
ης
το
παταγώδ
ες
γενική
του
παταγώδ
ους
της
παταγώδ
ους
του
παταγώδ
ους
αιτιατική
τον
παταγώδ
η
την
παταγώδ
η
το
παταγώδ
ες
κλητική
παταγώδ
η
(
ς
)
παταγώδ
ης
παταγώδ
ες
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παταγώδ
εις
οι
παταγώδ
εις
τα
παταγώδ
η
γενική
των
παταγωδ
ών
των
παταγωδ
ών
των
παταγωδ
ών
αιτιατική
τους
παταγώδ
εις
τις
παταγώδ
εις
τα
παταγώδ
η
κλητική
παταγώδ
εις
παταγώδ
εις
παταγώδ
η
Κατηγορία
όπως «
μανιώδης
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
παταγώδης
<
πάταγος
Επίθετο
επεξεργασία
παταγώδης
που προκαλεί
πάταγο
, μεγάλη
αίσθηση
παταγώδης
αποτυχία
(
πατατράκ
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παταγώδης
γαλλικά
:
retentissant
(fr)