Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παταγώδης η παταγώδης το παταγώδες
      γενική του παταγώδους της παταγώδους του παταγώδους
    αιτιατική τον παταγώδη την παταγώδη το παταγώδες
     κλητική παταγώδη(ς) παταγώδης παταγώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παταγώδεις οι παταγώδεις τα παταγώδη
      γενική των παταγωδών των παταγωδών των παταγωδών
    αιτιατική τους παταγώδεις τις παταγώδεις τα παταγώδη
     κλητική παταγώδεις παταγώδεις παταγώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παταγώδης < πάταγος

  Επίθετο επεξεργασία

παταγώδης

  Μεταφράσεις επεξεργασία