παστέλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παστέλι | τα | παστέλια |
γενική | του | παστελιού | των | παστελιών |
αιτιατική | το | παστέλι | τα | παστέλια |
κλητική | παστέλι | παστέλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαστέλι ουδέτερο
- γλύκισμα με σουσάμι, ζάχαρη και πολλές φορές μέλι. Επίσης, το σουσάμι αντικαθίσταται με ξηρούς καρπούς. Τα υλικά βράζουν μαζί και, στη συνέχεια, αφήνονται να κρυώσουν σε ταψιά και κόβονται σε πλάκες ή ράβδους
- ο Νίκος έφαγε με βουλιμία το παστέλι που του έφερε η γιαγιά
Δείτε επίσης
επεξεργασία- παστέλι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία παστέλι
|