πασσαλοκαλύβα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πασσαλοκαλύβα < πάσσαλος + -ο- + καλύβα < αρχαία ελληνική πάσσαλος + αρχαία ελληνική καλύβη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπασσαλοκαλύβα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία πασσαλοκαλύβα
|
πασσαλοκαλύβα θηλυκό
|