Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρόξυνση οι παροξύνσεις
      γενική της παρόξυνσης* των παροξύνσεων
    αιτιατική την παρόξυνση τις παροξύνσεις
     κλητική παρόξυνση παροξύνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παροξύνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρόξυνση < παροξύνω + -ση[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρόξυνση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία