παρτάλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παρτάλι | τα | παρτάλια |
γενική | του | παρταλιού | των | παρταλιών |
αιτιατική | το | παρτάλι | τα | παρτάλια |
κλητική | παρτάλι | παρτάλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαρτάλι ουδέτερο
- το κουρέλι
- (μειωτικά) το παλιόρουχο
- Τι μόδα είναι αυτή, να ντύνεσαι με παρτάλια;