Δείτε επίσης: παρεπιδημών

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

παρεπιδημῶν

Κλίση επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική παρεπιδημῶν παρεπιδημοῦσ τὸ παρεπιδημοῦν
      γενική τοῦ παρεπιδημοῦντος τῆς παρεπιδημούσης τοῦ παρεπιδημοῦντος
      δοτική τῷ παρεπιδημοῦντ τῇ παρεπιδημούσ τῷ παρεπιδημοῦντ
    αιτιατική τὸν παρεπιδημοῦντ τὴν παρεπιδημοῦσᾰν τὸ παρεπιδημοῦν
     κλητική ! παρεπιδημῶν παρεπιδημοῦσ παρεπιδημοῦν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ παρεπιδημοῦντες αἱ παρεπιδημοῦσαι τὰ παρεπιδημοῦντ
      γενική τῶν παρεπιδημούντων τῶν παρεπιδημουσῶν τῶν παρεπιδημούντων
      δοτική τοῖς παρεπιδημοῦσῐ(ν) ταῖς παρεπιδημούσαις τοῖς παρεπιδημοῦσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς παρεπιδημοῦντᾰς τὰς παρεπιδημούσᾱς τὰ παρεπιδημοῦντ
     κλητική ! παρεπιδημοῦντες παρεπιδημοῦσαι παρεπιδημοῦντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παρεπιδημοῦντε τὼ παρεπιδημούσ τὼ παρεπιδημοῦντε
      γεν-δοτ τοῖν παρεπιδημούντοιν τοῖν παρεπιδημούσαιν τοῖν παρεπιδημούντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'ποιῶν' όπως «ποιῶν» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές