Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρασυστολή οι παρασυστολές
      γενική της παρασυστολής των παρασυστολών
    αιτιατική την παρασυστολή τις παρασυστολές
     κλητική παρασυστολή παρασυστολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρασυστολή < παρα- + συστολή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρασυστολή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία