Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρασιτολογικός η παρασιτολογική το παρασιτολογικό
      γενική του παρασιτολογικού της παρασιτολογικής του παρασιτολογικού
    αιτιατική τον παρασιτολογικό την παρασιτολογική το παρασιτολογικό
     κλητική παρασιτολογικέ παρασιτολογική παρασιτολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρασιτολογικοί οι παρασιτολογικές τα παρασιτολογικά
      γενική των παρασιτολογικών των παρασιτολογικών των παρασιτολογικών
    αιτιατική τους παρασιτολογικούς τις παρασιτολογικές τα παρασιτολογικά
     κλητική παρασιτολογικοί παρασιτολογικές παρασιτολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρασιτολογικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

παρασιτολογικός

παρασιτολογικός έλεγχος
παρασιτολογική εξέταση
παρασιτολογικός όρος

  Μεταφράσεις επεξεργασία