παραλυτική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραλυτική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου παραλυτικός < ελληνιστική κοινή παραλυτικός < αρχαία ελληνική παραλύω < παρά + λύω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαραλυτική θηλυκό
- (ιατρική) θηλυκό του παραλυτικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραλυτική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπαραλυτική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του παραλυτικός