παρακατάθεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρακατάθεση | οι | παρακαταθέσεις |
γενική | της | παρακατάθεσης* | των | παρακαταθέσεων |
αιτιατική | την | παρακατάθεση | τις | παρακαταθέσεις |
κλητική | παρακατάθεση | παρακαταθέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρακαταθέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παρακατάθεση < μεσαιωνική ελληνική παρακατάθεσις[1] < αρχαία ελληνική παρακατατίθημι < κατατίθημι < τίθημι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρακατάθεση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παρακαταθέτω
- άλλη μορφή του παρακαταθήκη
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρακατάθεση
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ παρακατάθεσις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Πηγές
επεξεργασία- παρακατάθεση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- παρακατάθεση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)