παραδοδουλειά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παραδοδουλειά | οι | παραδοδουλειές |
γενική | της | παραδοδουλειάς | των | παραδοδουλειών |
αιτιατική | την | παραδοδουλειά | τις | παραδοδουλειές |
κλητική | παραδοδουλειά | παραδοδουλειές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παραδοδουλειά θηλυκό
- (παρωχημένο) δουλειά / υπόθεση που αφορά παράδες / χρήματα
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραδοδουλειά
|