παραδασόβιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
παραδασόβιος, -α, -ο
- πληθυσμός που ζει κοντά στα δάση
- Η ήδη επικρατούσα διεθνής ενεργειακή κρίση σε συνδυασμό με την επερχόμενη χειμερινή περίοδο στην πατρίδα μας καθιστά επιβεβλημένη την ανάγκη λήψης άμεσων μέτρων για την κατά το μέγιστο δυνατόν κάλυψη των ατομικών αναγκών των κατοίκων των ορεινών περιοχών (δασόβιος και παραδασόβιος πληθυσμός), σε καυσόξυλα. (Καυσόξυλα: Κάλυψη των ατομικών αναγκών και έκδοση Δασικών Αστυνομικών Διατάξεων, dasarxeio.com, 28/09/2022 [1])
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραδασόβιος
|