Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραδασόβιος η παραδασόβια το παραδασόβιο
      γενική του παραδασόβιου της παραδασόβιας του παραδασόβιου
    αιτιατική τον παραδασόβιο την παραδασόβια το παραδασόβιο
     κλητική παραδασόβιε παραδασόβια παραδασόβιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραδασόβιοι οι παραδασόβιες τα παραδασόβια
      γενική των παραδασόβιων των παραδασόβιων των παραδασόβιων
    αιτιατική τους παραδασόβιους τις παραδασόβιες τα παραδασόβια
     κλητική παραδασόβιοι παραδασόβιες παραδασόβια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραδασόβιος < παρα- + δασόβιος

  Επίθετο επεξεργασία

παραδασόβιος, -α, -ο

  • πληθυσμός που ζει κοντά στα δάση
    Η ήδη επικρατούσα διεθνής ενεργειακή κρίση σε συνδυασμό με την επερχόμενη χειμερινή περίοδο στην πατρίδα μας καθιστά επιβεβλημένη την ανάγκη λήψης άμεσων μέτρων για την κατά το μέγιστο δυνατόν κάλυψη των ατομικών αναγκών των κατοίκων των ορεινών περιοχών (δασόβιος και παραδασόβιος πληθυσμός), σε καυσόξυλα. (Καυσόξυλα: Κάλυψη των ατομικών αναγκών και έκδοση Δασικών Αστυνομικών Διατάξεων, dasarxeio.com, 28/09/2022 [1])

  Μεταφράσεις επεξεργασία