Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παραγγελιολήπτης οι παραγγελιολήπτες
      γενική του παραγγελιολήπτη των παραγγελιοληπτών
    αιτιατική τον παραγγελιολήπτη τους παραγγελιολήπτες
     κλητική παραγγελιολήπτη παραγγελιολήπτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραγγελιολήπτης < παραγγελία + -ο- + λήπτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραγγελιολήπτης αρσενικό (θηλυκό παραγγελιολήπτρια)

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία