χρειάζεται παράθεμα

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραβρισκόμενος η παραβρισκόμενη το παραβρισκόμενο
      γενική του παραβρισκόμενου της παραβρισκόμενης του παραβρισκόμενου
    αιτιατική τον παραβρισκόμενο την παραβρισκόμενη το παραβρισκόμενο
     κλητική παραβρισκόμενε παραβρισκόμενη παραβρισκόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραβρισκόμενοι οι παραβρισκόμενες τα παραβρισκόμενα
      γενική των παραβρισκόμενων των παραβρισκόμενων των παραβρισκόμενων
    αιτιατική τους παραβρισκόμενους τις παραβρισκόμενες τα παραβρισκόμενα
     κλητική παραβρισκόμενοι παραβρισκόμενες παραβρισκόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παραβρισκόμενος < λόγια μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος της δημοτικής παραβρίσκομαι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ɾa.vɾiˈsko.me.nos/