Δείτε επίσης: παρά φύσιν
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παράφυσῐς αἱ παραφύσεις
      γενική τῆς παραφύσεως τῶν παραφύσεων
      δοτική τῇ παραφύσει ταῖς παραφύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παράφυσῐν τὰς παραφύσεις
     κλητική ! παράφυσῐ παραφύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παραφύσει
γεν-δοτ τοῖν  παραφυσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παράφυσις < παραφύ(ω) + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε παρά- + φύσις.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παράφυσις, -εως θηλυκό

  1. (βοτανική) συνώνυμο του παραφυάς: παραφυάδα
  2. (ανατομία) έκφυση, προέκταση

Συγγενικά

επεξεργασία