παράλλαμα
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παράλλαμα | τα | παραλλάματα |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | παράλλαμα | τα | παραλλάματα |
κλητική | παράλλαμα | παραλλάματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παράλλαμα < παράλλαγμα με αποβολή του [ɣ] πριν από [m] όπως στο πέταγμα > πέταμα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paˈɾa.la.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ράλ‐λα‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαράλλαμα ουδέτερο
- (ιδιωματικό) δύσμορφος άνθρωπος από αρρώστια ή κάκωση, κάτι δύσμορφο
- άλλες μορφές: παράλλαγμα
- ≈ συνώνυμα: έκτρωμα, τέρας
Μεταφράσεις
επεξεργασία παράλλαμα
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.