Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παπύρινος η παπύρινη το παπύρινο
      γενική του παπύρινου της παπύρινης του παπύρινου
    αιτιατική τον παπύρινο την παπύρινη το παπύρινο
     κλητική παπύρινε παπύρινη παπύρινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παπύρινοι οι παπύρινες τα παπύρινα
      γενική των παπύρινων των παπύρινων των παπύρινων
    αιτιατική τους παπύρινους τις παπύρινες τα παπύρινα
     κλητική παπύρινοι παπύρινες παπύρινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παπύρινος < πάπυρος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paˈpi.ɾi.nos/

  Επίθετο επεξεργασία

παπύρινος

  • αυτός που είναι φτιαγμένος από πάπυρο
παπύρινο χειρόγραφο

  Μεταφράσεις επεξεργασία