παπύρινος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παπύρινος < πάπυρος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /paˈpi.ɾi.nos/
Επίθετο επεξεργασία
παπύρινος
- αυτός που είναι φτιαγμένος από πάπυρο
- παπύρινο χειρόγραφο
Μεταφράσεις επεξεργασία
παπύρινος
|