Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παπαρολογία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Συνώνυμα
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
παπαρολογί
α
οι
παπαρολογί
ες
γενική
της
παπαρολογί
ας
των
παπαρολογι
ών
αιτιατική
την
παπαρολογί
α
τις
παπαρολογί
ες
κλητική
παπαρολογί
α
παπαρολογί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παπαρολογία
<
παπάρ(ι)
+
-ο-
+
-λογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παπαρολογία
θηλυκό
(
ειρωνικό
) η
αερολογία
Συνώνυμα
επεξεργασία
ουφολογία
κοτσανολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παπαρολογία
αγγλικά
:
χαζά-κουτά λόγια-ιδέες
:
moonshine
(en)