Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πανώγραμμα τα πανωγράμματα
      γενική του πανωγράμματος των πανωγραμμάτων
    αιτιατική το πανώγραμμα τα πανωγράμματα
     κλητική πανώγραμμα πανωγράμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πανώγραμμα < πάνω + γράμμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πανώγραμμα ουδέτερο

  1. η διεύθυνση που είναι γραμμένη σ’ ένα γράμμα ή κάποιο δέμα
    άλλες μορφές: επανώγραμμα, απανώγραμμα
  2. επιγραφή που έχει γραφεί πάνω σε μάρμαρο κ.λπ.
    άλλες μορφές: απανωγραφή, επανωγραφή, πανωγραφή

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία