Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανσλαβιστικός η πανσλαβιστική το πανσλαβιστικό
      γενική του πανσλαβιστικού της πανσλαβιστικής του πανσλαβιστικού
    αιτιατική τον πανσλαβιστικό την πανσλαβιστική το πανσλαβιστικό
     κλητική πανσλαβιστικέ πανσλαβιστική πανσλαβιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανσλαβιστικοί οι πανσλαβιστικές τα πανσλαβιστικά
      γενική των πανσλαβιστικών των πανσλαβιστικών των πανσλαβιστικών
    αιτιατική τους πανσλαβιστικούς τις πανσλαβιστικές τα πανσλαβιστικά
     κλητική πανσλαβιστικοί πανσλαβιστικές πανσλαβιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πανσλαβιστικός < παν + Σλάβος + -ιστικός

  Επίθετο επεξεργασία

πανσλαβιστικός



  Μεταφράσεις επεξεργασία