πανηγυριστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πανηγυριστής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πανηγυριστής
Ουσιαστικό επεξεργασία
πανηγυριστής αρσενικό (θηλυκό πανηγυρίστρια)
- αυτός που πανηγυρίζει
- (για εορταστική και όχι εμπορική πανήγυρη) που συμμετέχει σε εορταστικό πανηγύρι
Μεταφράσεις επεξεργασία
πανηγυριστής
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- πανηγυριστής - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
(ελληνιστική κοινή) → ζητούμενο λήμμα
Πηγές επεξεργασία
- πανηγυριστής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πανηγυριστής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.