Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εορταστής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἑορταστής
,
εορτάζων
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
εορταστ
ής
οι
εορταστ
ές
γενική
του
εορταστ
ή
των
εορταστ
ών
αιτιατική
τον
εορταστ
ή
τους
εορταστ
ές
κλητική
εορταστ
ή
εορταστ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εορταστής
<
ελληνιστική κοινή
ἑορταστής
<
αρχαία ελληνική
ἑορτάζω
<
ἑορτή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εορταστής
αρσενικό
(
θηλυκό
:
εορτάστρια
)
αυτός που παίρνει
μέρος
σε
γιορτή
Συνώνυμα
επεξεργασία
ο
πανηγυριστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εορταστής
αγγλικά
:
celebrator
(en)
,
celebrant
(en)
,
merrymaker
(en)
,
partyer
(en)
(και
partier
(en)
),
partygoer
(en)
,
reveler
(en)
(και
reveller
(en)
),
roisterer
(en)