πανεδεσσαϊκός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πανεδεσσαϊκός < παν- + εδεσσαϊκός
Επίθετο επεξεργασία
πανεδεσσαϊκός
- ο σχετικός με ολόκληρη την Έδεσσα, ή με όλα τα μέρη αυτής
Μεταφράσεις επεξεργασία
πανεδεσσαϊκός
|
πανεδεσσαϊκός
|