ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πανδῠσ-
ονομαστική πανδυσί αἱ πανδυσίαι
      γενική τῆς πανδυσίᾱς τῶν πανδυσιῶν
      δοτική τῇ πανδυσί ταῖς πανδυσίαις
    αιτιατική τὴν πανδυσίᾱν τὰς πανδυσίᾱς
     κλητική ! πανδυσί πανδυσίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πανδυσί
γεν-δοτ τοῖν  πανδυσίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πανδυσία (ελληνιστική κοινή) < πᾶς + δύσις (< δύω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πανδυσία, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  • (αστρονομία) ολοκληρωτική δύση ενός αστεριού
    ※  3ος πκε αιώνας, Λεωνίδας ο Ταραντίνος στην Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 7ο, επίγραμμα 273, @poesialatina.it, @anthologiagraeca.org
    Εὔρου με τρηχεῖα καὶ αἰπήεσσα καταιγίς,
    καὶ νύξ, καὶ δνοφερῆς κύματα πανδυσίης
    ἔβλαψ᾽ Ὠρίωνος: ἀπώλισθον δὲ βίοιο
    Κάλλαισχρος, Λιβυκοῦ μέσσα θέων πελάγευς.
    Η ορμητική και σφοδρή καταιγίδα του ανατολικού ανέμου,
    και η νύχτα, και τα κύματα κατά τη ζοφερή
    δύση του Ωρίωνα με κατέστρεψαν. Και πέθανα (: κατά λέξη, ξεγλίστρησα μακριά από τη ζωή)
    εγώ ο Κάλλαισχρος, πλέοντας στη μέση του Λιβυκού πελάγους.
    Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία