Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παναμερικανισμός οι παναμερικανισμοί
      γενική του παναμερικανισμού των παναμερικανισμών
    αιτιατική τον παναμερικανισμό τους παναμερικανισμούς
     κλητική παναμερικανισμέ παναμερικανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παναμερικανισμός < (λόγιο δάνειο) αγγλική Ρan-Americanism[1] (παν- + αμερικανισμός)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.na.me.ɾi.ka.niˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐να‐με‐ρι‐κα‐νι‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παναμερικανισμός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία