παμπελοποννησιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παμπελοποννησιακός < παν- + πελοποννησιακός
Επίθετο επεξεργασία
παμπελοποννησιακός
- ο σχετικός με ολόκληρη την Πελοπόννησο, ή με όλα τα μέρη της Πελοποννήσου
Μεταφράσεις επεξεργασία
παμπελοποννησιακός
|