παμμαγνησιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παμμαγνησιακός < παν- + μαγνησιακός
Επίθετο επεξεργασία
παμμαγνησιακός
- ο σχετικός με ολόκληρη την Μαγνησία, ή με όλα τα μέρη της Μαγνησίας
Μεταφράσεις επεξεργασία
παμμαγνησιακός
|