παμβέβηλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
παμβέβηλος, -η, -ο
- πλήρως, ο απόλυτα βέβηλος, αμαρτωλός
- ασεβής, ανίερος
- ※ Δέν πρόφθασε ὅμως ὁ παμβέβηλος ἐκεῖνος ν᾽ ἁπλώσει τὰ μιαρά του χέρια (Ὁμιλία εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου, Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ, Ιερά Μητρόπολις Μορφού)
Μεταφράσεις επεξεργασία
παμβέβηλος
|