Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παμβέβηλος η παμβέβηλη το παμβέβηλο
      γενική του παμβέβηλου της παμβέβηλης του παμβέβηλου
    αιτιατική τον παμβέβηλο την παμβέβηλη το παμβέβηλο
     κλητική παμβέβηλε παμβέβηλη παμβέβηλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παμβέβηλοι οι παμβέβηλες τα παμβέβηλα
      γενική των παμβέβηλων των παμβέβηλων των παμβέβηλων
    αιτιατική τους παμβέβηλους τις παμβέβηλες τα παμβέβηλα
     κλητική παμβέβηλοι παμβέβηλες παμβέβηλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παμβέβηλος < παμ- + βέβηλος

  Επίθετο επεξεργασία

παμβέβηλος, -η, -ο

  1. πλήρως, ο απόλυτα βέβηλος, αμαρτωλός
  2. ασεβής, ανίερος
    ※  Δέν πρόφθασε ὅμως ὁ παμβέβηλος ἐκεῖνος ν᾽ ἁπλώσει τὰ μιαρά του χέρια (Ὁμιλία εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου, Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ, Ιερά Μητρόπολις Μορφού)

  Μεταφράσεις επεξεργασία