παλαιστινιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παλαιστινιακός < Παλαιστίνιος + -ακός
Επίθετο
επεξεργασίαπαλαιστινιακός, -ή, -ό
- σχετικός με την Παλαιστίνη και τους Παλαιστίνιους
- ο παλαιστινιακός λαός
Μεταφράσεις
επεξεργασία παλαιστινιακός