παλαιοκομματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παλαιοκομματικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπαλαιοκομματικός, -ή, -ό
- που διέπεται από τη νοοτροπία και την πρακτική του παλαιοκομματισμού
Μεταφράσεις
επεξεργασία παλαιοκομματικός
|