Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παλαιοκομματικός η παλαιοκομματική το παλαιοκομματικό
      γενική του παλαιοκομματικού της παλαιοκομματικής του παλαιοκομματικού
    αιτιατική τον παλαιοκομματικό την παλαιοκομματική το παλαιοκομματικό
     κλητική παλαιοκομματικέ παλαιοκομματική παλαιοκομματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παλαιοκομματικοί οι παλαιοκομματικές τα παλαιοκομματικά
      γενική των παλαιοκομματικών των παλαιοκομματικών των παλαιοκομματικών
    αιτιατική τους παλαιοκομματικούς τις παλαιοκομματικές τα παλαιοκομματικά
     κλητική παλαιοκομματικοί παλαιοκομματικές παλαιοκομματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλαιοκομματικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

παλαιοκομματικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία