παλαιοκομματισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παλαιοκομματισμός < παλαιο- + κομματισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
παλαιοκομματισμός αρσενικό
- μειωτική αναφορά στο παλαιότερο ελληνικό πολιτικό σύστημα, ιδιαίτερα στον προσωποπαγή χαρακτήρα των κομμάτων και τη ρουσφετολογική πρακτική τους
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παλαιοκομματισμός
|