παλαιοαρχαιολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παλαιοαρχαιολογία < παλαιο- + αρχαιολογία, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική paléoarchéologie• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.le.o.aɾ.çe.o.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐λαι‐ο‐αρ‐χαι‐ο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαλαιοαρχαιολογία θηλυκό
- κλάδος της αρχαιολογίας ο οποίος μελετά την προϊστορική περίοδο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παλαιοαρχαιολογία
Πηγές
επεξεργασία- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- παλαιοαρχαιολογία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)