Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.le.ɔ.aʁ.ke.ɔ.lɔ.ʒi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
paléoarchéologie paléoarchéologies

paléoarchéologie (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία