Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παιχνιδιάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
παιχνιδιάρισμα
τα
παιχνιδιαρίσμα
τ
α
γενική
του
παιχνιδιαρίσμα
τ
ος
των
παιχνιδιαρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
παιχνιδιάρισμα
τα
παιχνιδιαρίσμα
τ
α
κλητική
παιχνιδιάρισμα
παιχνιδιαρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παιχνιδιάρισμα
<
παιχνιδιαρίζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παιχνιδιάρισμα
ουδέτερο
(
σπάνιο
) η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
παιχνιδιαρίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παιχνιδιάρισμα
γαλλικά
:
badinerie
(fr)