Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η παιδονευρολόγος οι παιδονευρολόγοι
      γενική του/της παιδονευρολόγου των παιδονευρολόγων
    αιτιατική τον/την παιδονευρολόγο τους/τις παιδονευρολόγους
     κλητική παιδονευρολόγε παιδονευρολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παιδονευρολόγος < παιδο- + νευρολόγος (< νευρο- + -λόγος)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.ðo.ne.vɾoˈlo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παι‐δο‐νευ‐ρο‐λό‐γος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παιδονευρολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr