παιδομετρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- παιδομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pédométrie
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαιδομετρία θηλυκό
- κλάδος της παιδαγωγικής που ασχολείται με τη μέτρηση των σωματικών, πνευματικών και ψυχικών ικανοτήτων των παιδιών
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παιδομετρία
|