παθητικοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παθητικοποίηση | οι | παθητικοποιήσεις |
γενική | της | παθητικοποίησης* | των | παθητικοποιήσεων |
αιτιατική | την | παθητικοποίηση | τις | παθητικοποιήσεις |
κλητική | παθητικοποίηση | παθητικοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παθητικοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παθητικοποίηση < παθητικοποιώ
Ουσιαστικό επεξεργασία
παθητικοποίηση θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη παθητικοποιώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
παθητικοποίηση
|