Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παθητικοποίηση οι παθητικοποιήσεις
      γενική της παθητικοποίησης* των παθητικοποιήσεων
    αιτιατική την παθητικοποίηση τις παθητικοποιήσεις
     κλητική παθητικοποίηση παθητικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παθητικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παθητικοποίηση < παθητικοποιώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παθητικοποίηση θηλυκό

  1. η παθητική συμπεριφορά
  2. (χημεία) η οξείδωση μετάλλων σε όξινα διαλύματα

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία