παζαριώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παζαριώτης < μεσαιωνική ελληνική παζαριώτης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.zaˈɾʝο.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ζα‐ριώ‐της
Ουσιαστικό επεξεργασία
παζαριώτης αρσενικό
- άλλη μορφή του παζαρίτης
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παζαριώτης
→ δείτε τη λέξη παζαρίτης |
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- παζαριώτης - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)