Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παζαρίτης οι παζαρίτες
      γενική του παζαρίτη των παζαριτών
    αιτιατική τον παζαρίτη τους παζαρίτες
     κλητική παζαρίτη παζαρίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παζαρίτης < παζάρι + -ίτης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.zaˈɾi.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ζα‐ρί‐της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παζαρίτης αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)