Παζαριώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- Παζαριώτης < παζαριώτης
Κύριο όνομα 1
επεξεργασίαΠαζαριώτης αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Παζαριώτης
→ δείτε τη λέξη Παζαρίτης |
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Παζαριώτης | οι | Παζαριώτηδες |
γενική | του | Παζαριώτη* | των | Παζαριώτηδων |
αιτιατική | τον | Παζαριώτη | τους | Παζαριώτηδες |
κλητική | Παζαριώτη | Παζαριώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Παζαριώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- Παζαριώτης < πατριδωνυμικό Παζαριώτης
Κύριο όνομα 2
επεξεργασίαΠαζαριώτης αρσενικό (θηλυκό Παζαριώτη ή Παζαριώτου)