Παζαρίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Παζαρίτης < παζαρίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαζαρίτης αρσενικό
- (πατριδωνυμικό, παρωχημένο) που ζει στην Αθήνα, ο Αθηναίος
Μεταφράσεις
επεξεργασία Παζαρίτης
→ δείτε τη λέξη Αθηναίος |
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)