Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παγκοσμιούπολη οι παγκοσμιουπόλεις
      γενική της παγκοσμιούπολης των παγκοσμιουπόλεων
    αιτιατική την παγκοσμιούπολη τις παγκοσμιουπόλεις
     κλητική παγκοσμιούπολη παγκοσμιουπόλεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παγκοσμιούπολη < παγκόσμι(ος) + -ούπολη (πόλη), (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική global city προήλθε από το ομώνυμο μυθιστόρημα της Σάσκια Σάσσεν (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)}

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paŋ.go.zmiˈu.po.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐γκο‐σμι‐ού‐πο‐λη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παγκοσμιούπολη θηλυκό

  • πόλη η οποία έχει επίδραση σε παγκόσμια γεγονότα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Μεταφράσεις επεξεργασία