Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παγγερμανιστικός η παγγερμανιστική το παγγερμανιστικό
      γενική του παγγερμανιστικού της παγγερμανιστικής του παγγερμανιστικού
    αιτιατική τον παγγερμανιστικό την παγγερμανιστική το παγγερμανιστικό
     κλητική παγγερμανιστικέ παγγερμανιστική παγγερμανιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παγγερμανιστικοί οι παγγερμανιστικές τα παγγερμανιστικά
      γενική των παγγερμανιστικών των παγγερμανιστικών των παγγερμανιστικών
    αιτιατική τους παγγερμανιστικούς τις παγγερμανιστικές τα παγγερμανιστικά
     κλητική παγγερμανιστικοί παγγερμανιστικές παγγερμανιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παγγερμανιστικός < παγγερμανιστής + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

παγγερμανιστικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία