παγγερμανιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παγγερμανιστικός < παγγερμανιστής + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
παγγερμανιστικός, -ή, -ό
- σχετικός με τον παγγερμανισμό και τους παγγερμανιστές
Μεταφράσεις επεξεργασία
παγγερμανιστικός
|