πήδουλας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πήδουλας | οι | πήδουλες |
γενική | του | πήδουλα | των | πήδουλων |
αιτιατική | τον | πήδουλα | τους | πήδουλες |
κλητική | πήδουλα | πήδουλες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpi.ðu.las/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πή‐δου‐λας
- ομόηχο: Πήδουλας
- τονικό παρώνυμο: πήδουλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπήδουλας αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πήδουλας
|
Πηγές
επεξεργασία- Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά, Νέα έκδοση συμπληρωμένη από τα κατάλοιπα του συγγραφέα· πρόλογος: Αλκηστις Σουλογιάννη· εισαγωγή: Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου (Αθήνα: ΕΛΙΑ, 1989, ISBN 960-201-087-8), σ. 541,