Δείτε επίσης: Πήδουλας
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πήδουλας οι πήδουλες
      γενική του πήδουλα των πήδουλων
    αιτιατική τον πήδουλα τους πήδουλες
     κλητική πήδουλα πήδουλες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πήδουλας <  δείτε τις λέξεις πήδος και πηδάω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πήδουλας αρσενικό

  • (δημοτική) που έχει την ικανότητα να πηδάει· αυτός που εφορμεί (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία