πήγμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πήγμα | τα | πήγματα |
γενική | του | πήγματος | των | πηγμάτων |
αιτιατική | το | πήγμα | τα | πήγματα |
κλητική | πήγμα | πήγματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πήγμα < αρχαία ελληνική πῆγμα < πήγνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂g-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπήγμα ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πήζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία πήγμα
|