πάριζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πάριζα | οι | πάριζες |
γενική | της | πάριζας | των | παριζών |
αιτιατική | την | πάριζα | τις | πάριζες |
κλητική | πάριζα | πάριζες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πάριζα < γερμανική Pariser Schinken.[1] Δείτε στα Παραθέματα αναφορές στις λέξεις πάριζα και παριζάκι.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpa.ɾi.za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πά‐ρι‐ζα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπάριζα θηλυκό
- (τρόφιμο) είδος αλλαντικού το οποίο έχει υποστεί θερμική επεξεργασία και το οποίο συσκευάζεται σε ειδικό περίβλημα[2]
- ※ Ο ναύτης Γερούν μού μαθαίνει πρωτότυπους συνδυασμούς: πάριζα με μπόλικο κέτσαπ, κρέμα βανίλια με ένα παχύ στρώμα τρούφας. (Μακ Χέιρτ (πρόλογος: Νίκος Μπακουνάκης, μετάφραση: Ινώ Βαν Ντάικ-Μπαλτά), Στην Ευρώπη: Ταξίδια στον 20ό αιώνα, (Αθήνα: Μεταίχμιο, 2015), σελ. 653)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠαραθέματα
επεξεργασίαΠαλαιότερα ευρήματα για αναφορές των λέξεων πάριζα και παριζάκι με χρονολογική σειρά:
- 1969, παριζάκι: εφημερίδα Εμπρός, 24 Μαΐου 1969, σελ. 4
- 1972, παριζάκι: Δελτίον: Acta microbiologica Hellenica, τόμ. 17, Ελληνική Μικροβιολογική και Υγειονολογική Εταιρεία, 1972.
- 1980, πάριζα εφημερίδα Μακεδονία, 18 Οκτωβρίου 1980, σελ. 3
- 1986, πάριζα περιοδικό Αστυνομική Επιθεώρηση, τχ. Σεπτεμβρίου 1986
- 1986, μορταδέλλα και πάριζα Στατιστική Έρευνα του Έτους 1986, της Στατιστικής Υπηρεσίας
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ πάριζα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)