οὐρβανός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | οὐρβανός | οἱ | οὐρβανοί |
γενική | τοῦ | οὐρβανοῦ | τῶν | οὐρβανῶν |
δοτική | τῷ | οὐρβανῷ | τοῖς | οὐρβανοῖς |
αιτιατική | τὸν | οὐρβανόν | τοὺς | οὐρβανούς |
κλητική ὦ! | οὐρβανέ | οὐρβανοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | οὐρβανώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | οὐρβανοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαοὐρβανός αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Πηγές
επεξεργασία- οὐρβανός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.