Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οὐρβανός οἱ οὐρβανοί
      γενική τοῦ οὐρβανοῦ τῶν οὐρβανῶν
      δοτική τῷ οὐρβαν τοῖς οὐρβανοῖς
    αιτιατική τὸν οὐρβανόν τοὺς οὐρβανούς
     κλητική ! οὐρβανέ οὐρβανοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  οὐρβανώ
γεν-δοτ τοῖν  οὐρβανοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οὐρβανός < (άμεσο δάνειο) λατινική urbanus < praetor urbanus (o αστυδίκης) [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οὐρβανός αρσενικό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .

  Πηγές επεξεργασία