Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οχυρωτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
οχυρωτικ
ός
η
οχυρωτικ
ή
το
οχυρωτικ
ό
γενική
του
οχυρωτικ
ού
της
οχυρωτικ
ής
του
οχυρωτικ
ού
αιτιατική
τον
οχυρωτικ
ό
την
οχυρωτικ
ή
το
οχυρωτικ
ό
κλητική
οχυρωτικ
έ
οχυρωτικ
ή
οχυρωτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
οχυρωτικ
οί
οι
οχυρωτικ
ές
τα
οχυρωτικ
ά
γενική
των
οχυρωτικ
ών
των
οχυρωτικ
ών
των
οχυρωτικ
ών
αιτιατική
τους
οχυρωτικ
ούς
τις
οχυρωτικ
ές
τα
οχυρωτικ
ά
κλητική
οχυρωτικ
οί
οχυρωτικ
ές
οχυρωτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
οχυρωτικός
< (
ελληνιστική κοινή
)
ὀχυρωτικός
Επίθετο
επεξεργασία
οχυρωτικός
άλλη γραφή του
οχυρωματικός
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
οχυρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οχυρωτικός
→
δείτε
τη λέξη
οχυρωματικός